- κατασκευάζω
- (AM κατασκευάζωΑ και δωρ. τ. κατασκευῶ, -όω)1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.)2. επινοώ με δόλιους σκοπούς, μηχανεύομαι (α. «κατηγορία [ή πληροφορία] κατεσκευασμένη» β. «πρόφασιν κατασκευάσαι 'ἐνθάδε οὐκ ἄπιστον», Ξεν.)μσν.1. μεταβάλλω2. κατορθώνω3. παθ. κατασκευάζομαιείμαι στόχος συνωμοσίαςμσν.-αρχ.προετοιμάζω για κάτι, παίρνω όλα τα απαραίτητα μέτρα («κατασκευάζειν πρὸς πολεμικὴν χρείαν»)αρχ.1. εφοδιάζω με τα απαραίτητα, εξοπλίζω (α. «κατασκευάζω τὴν χώραν», Ξεν.β. «κατασκευάζω τινὰ ἐπὶ στρατιάν», Ξεν.γ. «ἦν ἱρὸν θησαυροῑσί τε πολλοῑσι καὶ ἀναθήμασι κατεσκευασμένον», Ηρόδ.)2. εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω («δημοκρατίαν κατεσκεύαζεν», Ξεν.)3. ασκώ, γυμνάζω (α. «κατασκευάζω τινὰς μελέτη», Ξεν.β. «κατεσκεύαζεν εἰς τὸ δουλεύειν», Ξεν.)4. παριστάνω κάποιον με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τόν παρουσιάζω ότι είναι («παροίνους μέν τινας καὶ ὑβριστὰς κατασκευάσει» — θα κατασκευάσει μερικούς μεθύστακες και αδιάντροπους, θα παρουσιάσει μερικούς ότι είναι —δήθεν— μεθύστακες και αδιάντροποι, Δημοσθ.)5. αποδεικνύω κάτι με επιχειρήματα6. προετοιμάζω δόλια, κατευθύνω, καθοδηγώ κάποιον με δόλιο σκοπό («τὸν ἁνεψιὸν κατεσκεύασεν ἀμφισβητεῑν», Δημοσθ.)7. σχηματίζω, συναρμόζω τις φράσεις ώστε να εντάσσονται στο ρητορικό ύφος («κατασκευάζειν ὀνόματα», Διον. Αλ.)8. φρ. α) «κατασκευάζομαι ναυμαχίαν» — προετοιμάζομαι για ναυμαχία, ετοιμάζω τη ναυμαχίαβ) «κατεσκεύασαντο καὶ ἐν τοῑς πύργοις» — εγκαταστάθηκαν μέσα στους πύργους, (Θουκ.)γ) συγκεντρώνω, συνάγω («πολὺς στόλος κατεσκευάζετο», Ξεν.)δ) «κατασκευάζομαι τράπεζαν» — ιδρύω τράπεζα, γίνομαι τραπεζίτηςε) «κατεσκεύασμαι τέχνην μυρεψικήν» — έχω γίνει μυρεψός, παραγωγός και έμπορος μύρου (Λυσ.)στ) «πρόσοδον κατασκευάζομαι» — αποκτώ εισόδημαζ) «κατασκευάζομαι τῶν ἀριθμῶν ἰδέαν» — επινοώ μαθηματική παράστασηη) «κατασκευάζομαι ὡς πολεμήσων, ὡς οἰκήσων κ.λπ.» — ετοιμάζομαι να πολεμήσω, να κατοικήσω κ.λπ.θ) «κατασκευάζω τῷ λόγω» — διατυπώνω μια πρόταση με σαφή συλλογισμό (ΚΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -σκευάζω «ετοιμάζω, εφοδιάζω» (< σκευάζω < σκεῦος), πρβλ. επι-σκευάζω, παρα-σκευάζω].
Dictionary of Greek. 2013.